σιναπισμός

σιναπισμός
ο, ΝΜΑ [σιναπίζω]
η χρησιμοποίηση εμπλάστρου με σινάπι
νεοελλ.
1. ιατρ. εφαρμογή σιναπαλεύρου υπό μορφή καταπλάσματος ή ποδόλουτρου για πρόκληση υπεραιμίας και θεραπευτικής επίδρασης μέσω τής επίσπασης
2. (φαρμ.) επισπαστικό παρασκεύασμα τού οποίου δραστικό συστατικό είναι η μαύρη απελαιωμένη σκόνη τών σπόρων τού σιναπιού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σιναπισμός — σιναπισμός, ο και σινάπισμα, το, ατος κατάπλασμα από σκόνη σιναπιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σιναπισμός — use of a mustard blister masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιναπισμοῖς — σιναπισμός use of a mustard blister masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιναπισμοί — σιναπισμός use of a mustard blister masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιναπισμοῦ — σιναπισμός use of a mustard blister masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιναπισμούς — σιναπισμός use of a mustard blister masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιναπισμῶν — σιναπισμός use of a mustard blister masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιναπισμῷ — σιναπισμός use of a mustard blister masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιναπισμόν — σιναπισμός use of a mustard blister masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • sinapismo — (Del lat. sinapismus < gr. sinapismos.) ► sustantivo masculino 1 FARMACIA Cataplasma o emplasto hecho con polvo de la semilla de la mostaza negra. 2 coloquial Carácter de la persona o cosa que molesta o exaspera. * * * sinapismo (del lat.… …   Enciclopedia Universal

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”